συνδιοικώ

συνδιοικώ
συνδιοικῶ, -έω, ΝΜΑ
διοικώ ή διαχειρίζομαι κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. κατορθώνω κάτι μαζί με άλλον
2. παθ. συνδιοικοῡμαι, -έομαι
έχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδιοίκηση — η, Ν [συνδιοικώ] 1. διοίκηση που ασκείται από κοινού 2. (κοινων.) καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων …   Dictionary of Greek

  • συνδιοικητής — ο, Ν διοικητής από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο Περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”