- συνδιοικώ
- συνδιοικῶ, -έω, ΝΜΑδιοικώ ή διαχειρίζομαι κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλουςαρχ.1. κατορθώνω κάτι μαζί με άλλον2. παθ. συνδιοικοῡμαι, -έομαιέχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.